- κακόψητος
- -η, -ο (Μ κακόψητος, -ον)αυτός που δύσκολα ψήνεται ή βράζεται, δυσκολόψηστος, δυσκολόβραστοςνεοελλ.αυτός που δεν έχει ψηθεί καλά, κακοψημένος, άψητος, άβραστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακόψητος — η, ο κακοψημένος: Οι μπριζόλες είναι κακόψητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek